γαγγραινώδης, -ης, -ες

γαγγραινώδης, -ης, -ες
γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η, ο όμοιος με γάγγραινα: Μπήκε στο χειρουργείο για αφαίρεση γαγγραινώδους έλκους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γαγγραινώδης — ες (Α γαγγραινώδης, ες) αυτός που μοιάζει με γάγγραινα …   Dictionary of Greek

  • γαγγραινώδη — γαγγραινώδης of the gangrene kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γαγγραινώδης of the gangrene kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γαγγραινώδης of the gangrene kind masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαγγραινῶδες — γαγγραινώδης of the gangrene kind masc/fem voc sg γαγγραινώδης of the gangrene kind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κυστίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης. Είναι συχνή πάθηση, μερικές φορές πρωτοπαθής, συχνότερα όμως δευτεροπαθής, και παρουσιάζεται ως συνέπεια άλλων βλαβών που εντοπίζονται στην ίδια την κύστη ή σε άλλα όργανα που βρίσκονται σε έμμεση ή… …   Dictionary of Greek

  • λουδοβίκειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν από τους Λουδοβίκους, βασιλείς τής Γαλλίας 2. το ουδ. ως ουσ. το λουδοβίκειο και λουδοβίκι α) παλαιό χρυσό γαλλικό νόμισμα που κόπηκε επί Λουδοβίκου ΙΓ και απέκτησε κατά καιρούς διάφορα βάρη και… …   Dictionary of Greek

  • νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …   Dictionary of Greek

  • πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… …   Dictionary of Greek

  • στοματίτιδα — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος 2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων τού βλεννογόνου β) «πολτώδης στοματίτιδα»… …   Dictionary of Greek

  • σφακελώδης — ώδες / σφακελώδης, ῶδες, ΝΑ [σφάκελος (Ι)] αυτός που μοιάζει με γάγγραινα, γαγγραινώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”